- κωλονούρι
- το анат. копчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] … Dictionary of Greek
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek
κωλοκούκουρο — το (Μ κωλοκούκκουρον) [κούκουρο] κωλονούρι … Dictionary of Greek